Το Ευαγγέλιο της Κυριακής (Λουκ. 16,19-31)
01/11/2020
Ο Ιησούς Χριστός με την παραβολή του άσωτου γιου, μας παρουσίασε πόσο παρήγορη είναι η ευσπλαχνία του Θεού, με την οποία δέχεται τους αμαρτωλούς που μετανοούν. Με την παραβολή τώρα του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου, μάς αποκάλυψε τη μακαριότητα των ευσεβών και δικαίων στον Ουρανό και την αιώνια θλίψη όσων πεθάνουν αμετανόητοι. Και μας καλεί να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο της αμαρτίας. Αφού πρώτα είχε εξηγήσει στους ακροατές Του πώς να διαχειρίζονται καλώς τον πλούτο που τους παραχώρησε ο Θεός (Λουκ. 16,1-13), ύστερα τους δίδαξε με την παρούσα παραβολή και άλλες μεγάλες αλήθειες, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα του άσπλαχνου πλουσίου. Από τη διδακτική αυτή παραβολή θα σχολιάσουμε κάποια σημεία:
- Ο πλούσιος ζούσε σπάταλο και πολυτελή βίο, όπως ερμηνεύει ο ιερός Χρυσόστομος: “Ποιό ήταν το όνομά του; Δεν αναφέρεται. Έμεινε στην ανωνυμία. Πόσο πλούτο είχε; Κι όμως το όνομά του είναι άγνωστο. Τί πλούτος ήταν αυτός; Ήταν δέντρο γεμάτο φύλλα, χωρίς όμως καρπό. Βελανιδιά πανύψηλη που έδινε στα άλογα ζώα ως τροφή τα βελανίδια. Άνθρωπος ήταν χωρίς καρδιά ανθρώπου… Ντυνόταν καθημερινά με πορφύρα, αλλά η ψυχή του ήταν γεμάτη αράχνες. Μοσχοβολούσε από τα αρώματα, αλλ’ ήταν γεμάτος δυσωδία...Περιποιόταν τη δούλη του σάρκα, αλλά τη δέσποινα ψυχή του την είχε περιορίσει στη στέρηση της πείνας”. Επιπλέον απολάμβανε πλουσιοπάροχα και τα καλύτερα φαγητά και ποτά, όχι πότε πότε, αλλά καθημερινά.
– Αντίθετα ο φτωχός Λάζαρος αξιώθηκε να καταχωρηθεί το όνομά του στο ιερό Ευαγγέλιο, διότι ο Θεός καταφρονεί τον ασεβή, αλλά τιμά αυτούς που τον σέβονται (Ψαλμ. 15,4). Στο πρόσωπό του ο Κύριος θέλησε προφανώς να επαινέσει κάθε φτωχό και ευσεβή “που υπομένει τη δυστυχία του με γαλήνη και εμπιστοσύνη, τον μόνο υποστηρικτή του”. Οι ερμηνευτές του Ευαγγελίου σχολιάζουν με ιδιαίτερη ευαισθησία τη σιωπή του Λαζάρου: “Μήπως μέσα στην τόση δυστυχία του ο Λάζαρος βλαστήμησε; Μήπως ζήλεψε την καλοπέραση του πλουσίου; Μήπως κατέκρινε την απανθρωπιά του; Μήπως κατηγόρησε την έλλειψη φροντίδας; Τίποτε απ’ αυτά δεν έκανε. Αλλά με μεγάλη σύνεση έδειχνε υπομονή” (άγιος Θεοφύλακτος). Γι’ αυτό και άλλος ερμηνευτής, Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός, θαυμάζοντας γράφει: “Ω της μεγάλης ανδρείας και υπομονής! Ότι ενώ αυτή ήταν η συμπεριφορά του πλουσίου, ο Λάζαρος, παρότι υπέφερε, ούτε βλαστήμησε ούτε γόγγυσε”.
– Τόσο ο πλούσιος όσο και ο φτωχός Λάζαρος ήρθε η ώρα και πέθαναν. Τίποτε ώς εδώ το παράδοξο, αφού “απόκειται τοις ανθρώπους άπαξ αποθανείν” (πρόκειται όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή να πεθάνουν), για να μη γίνει το κακό αθάνατο (“ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται”). Η διαφορά βρίσκεται στο τί έγινε με τις ψυχές τους: Του φτωχού Λαζάρου πήραν και μετέφεραν οι άγγελοι στον κόλπο (αγκαλιά) του Αβραάμ, του πλούσιου οδήγησαν στον Άδη. Ερμηνεύει και πάλι ο ιερός Χρυσόστομος: “Και από την παραβολή αυτή γίνεται φανερό, ότι όταν οι ψυχές βγαίνουν από το σώμα, μεταφέρονται αμέσως”. Το ίδιο αναφέρεται και στην παραβολή του άλλου πλουσίου (Λουκ. 12,20): Ανόητε, αυτή τη νύχτα απαιτούν από σένα τη ζωή σου! Ενώ μάλιστα η ψυχή του Λαζάρου μεταφέρεται από τους αγγέλους, νικήτρια και στεφανωμένη, η ψυχή του πλουσίου οδηγείται δέσμια στον Άδη.
– Ο καταδικασμένος στην κόλαση πλούσιος απευθύνει στον Αβραάμ δύο αιτήματα: Να τον ανακουφίσει έστω και με μια σταγόνα νερού, διότι καίγεται από τη φλόγα της κόλασης. Και να στείλει τον Λάζαρο στ’ αδέλφια του, ώστε να τους πει τί τους περιμένει μετά τον θάνατό τους. Και τα δύο απορρίφτηκαν από τον Αβραάμ. Το πρώτο διότι μεταξύ τους υπάρχει “μέγα χάσμα”, αγεφύρωτο, που χωρίζει αμετάκλητα τους αμαρτωλούς από τους δικαίους. Μετά τον θάνατό μας τελειώνουν όλα. Συνήθως λέγεται ότι “εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια”, αλλά το σωστό είναι ότι μετάνοια υπάρχει, όχι όμως και δυνατότητα επιστροφής. Το δεύτερο αίτημα δεν έγινε επίσης δεκτό, επειδή τα αδέλφια του (και όλοι εμείς) “έχουμε τον Μωυσή και τους προφήτες”, τον Κύριο και τους Αγίους που μας βεβαιώνουν για την ύπαρξη της πέραν του τάφου ζωής. Για Παράδεισο και κόλαση. Ο Θεός μάς δώρισε τεκμήρια και αποδείξεις αγιογραφικές, αγιολογικές, θαυμάτων, μαρτυριών. Μας μίλησε ανοιχτά και ξεκάθαρα για την αιωνιότητα, την τελική Κρίση, τις αμοιβές και τις ποινές. Αν δεν πιστεύουμε σ’ αυτές, και νεκρό αναστημένο να δούμε, πάλι θα το αμφισβητήσουμε, όπως έκαναν πολλοί πριν από μας.
Συμπερασματικά επισημαίνεται ότι κατά τη γνώμη των ερμηνευτών, με την παραβολή αυτή δεν υπονοείται ότι ο πλούσιος έπρεπε να απαρνηθεί τα πλούτη του (αν και δεν αναφέρεται ο τρόπος που τα είχε αποκτήσει). Αλλ’ ότι είχε χρέος να μη τα θεωρεί αυτοσκοπό της ζωής του και να τα διαθέτει και για την ανακούφιση των πασχόντων, εξασφαλίζοντας έτσι και ουράνια, μετά τον θάνατό του, αμοιβή. Η παραβολή διδάσκει κάθε καλοπροαίρετο, ότι ο επίγειος πλούτος αν δεν γίνει η διαχείρισή του με χρηστότητα και κοινωνικότητα, με βοήθεια προς τους έχοντες ανάγκη, θα αποτελέσει αιτία για δεινή τιμωρία του κατόχου του στην άλλη, την αιώνια, ζωή.
Ευάγγελος Π. Λέκκος
Commentaires