Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021.
Εννιακόσια και πλέον χρόνια αδιάκοπης ζωής συμπλήρωσε η ιστορική Μονή της Παναγίας του Κύκκου. Είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα του όρους Τρόοδος, σε ύψος 1200 μέτρων και σε όμορφο φυσικό περιβάλλον με δέντρα και πλούσια βλάστηση θάμνων. Υπήρξε ανέκαθεν κέντρο μοναστικής ζωής και πνευματικότητας της Κύπρου, με εθνική δράση και κοινωνική προσφορά, βοηθώντας έτσι σημαντικά στη διατήρηση και ανάπτυξη της ελληνορθοδοξίας των Κυπρίων, που επί αιώνες είχαν να αντιμετωπίσουν εναλλασσόμενους κατακτητές του νησιού τους.
Η ίδρυση της Μονής οφείλεται στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Αλέξιο Κομνηνό (1081-1118), που κάλυψε τις δαπάνες ανέγερσης και την προίκισε με βασιλικά προνόμια, δίδοντάς της την αξία σταυροπηγίου. Γι’ αυτό και η επίσημη ονομασία της είναι: “Ιερά βασιλική και σταυροπηγιακή Μονή της Παναγίας του Κύκκου”. Το μέγα καύχημα και ο ανεκτίμητος θησαυρός της είναι η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Κυκκώτισσας, έργο -κατά την προφορική παράδοση- του ευαγγελιστή Λουκά. Είναι επικαλυμμένη από το 1576 με αργυρεπίχρυση πλάκα και με νέα επικάλυψη του έτους 1795. “Το πρόσωπό Της είναι σκεπασμένο και ποτέ δεν αποκαλύπτεται, είτε γιατί έτσι το θέλησε ο αυτοκράτορας Αλέξιος, είτε για να εμπνέει περισσότερο σεβασμό”.
Η ίδρυση της Μονής συνδέεται στενά με τον τότε διοικητή της Κύπρου άρχοντα Μανουήλ Βουτομίτη και τον γέροντα ερημίτη στο Τρόοδος Ησαϊα, που είχε θεραπεύσει από αρρώστια τον άρχοντα. Τον παρακάλεσε τότε να μεσολαβήσει στον Αλέξιο για να δώσει την εικόνα της Παναγίας και να βοηθήσει στην ανέγερση Μονής στο Τρόοδος. Ο αυτοκράτορας δέχτηκε το αίτημα, δώρισε την εικόνα και κάλυψε τη δαπάνη για την οικοδόμηση των κτισμάτων. Επιπλέον όρισε τα εισοδήματα από τα χωριά Περιστερώνας, Μήλο και Μηλικούρι να ανήκουν στη Μονή του Κύκκου. Στην οποία ανήκουν και άλλα κτήματα σε κοντινές αποστάσεις, όπως και ο τριανταφυλλώνας στην Αμπελικιά, από τον οποίο παράγεται ροδόσταγμα.
Επειδή τα πρώτα κτίσματα είχαν κατασκευαστεί ξύλινα, μετά τις ζημιές που υπέστησαν κατά τις πυρκαγιές των ετών 1365 και 1541, ξανακτίστηκαν με πέτρα. Παρά ταύτα η Μονή υπέστη νέες σοβαρές ζημιές κατά τις πυρκαγιές του 1751 και 1813. Ο σημερινός κεντρικός ναός, το “καθολικόν” όπως λέγεται, είναι τρίκλιτη βασιλική με τρούλο. Το κεντρικό κλίτος είναι αφιερωμένο στην Παναγία, το αριστερό στους αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ και το δεξιό στους Αγίους Πάντες. Το τέμπλο είναι έργο του 1755 (δεν έπαθε ζημιά στην πυρκαγιά του 1813).
Γύρω από το “καθολικό” έχουν οικοδομηθεί κατά καιρούς -γι’ αυτό και είναι ετερόκλητα από πλευράς αρχιτεκτονικής- διάφορα κτίσματα: Ηγουμενείο, συνοδικό, κελιά, βιβλιοθήκη, μουσείο, τράπεζα, ξενώνες. Όλα είναι πλήρως ανακαινισμένα. Της κεντρικής εισόδου οι εσωτερικοί τοίχοι, όπως και άλλων κτισμάτων και οι διάδρομοι φέρουν σύγχρονες ψηφιδωτές παραστάσεις εκκλησιαστικού περιεχομένου.
Κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας της Κύπρου (1191-1571) η Μονή πρόσφερε πολλά στο να διατηρήσουν οι Κύπριοι την ελληνορθόδοξη ταυτότητά τους, τη γλώσσα, την ιστορική τους μνήμη. Ακόμα πιο σημαντικές υπήρξαν οι υπηρεσίες της στη διάρκεια της τουρκοκρατίας (1571-1878), τότε που η Εκκλησία ήταν η μόνη οργανωμένη δύναμη για την προστασία, την ενδυνάμωση και την ελπίδα του λαού. Η ίδια, πάνω στο Τρόοδος, και τα διάσπαρτα στο νησί μετόχιά της, χρησίμευαν ως το ασφαλές καταφύγιο των διωκόμενων Κυπρίων χριστιανών. Με τον πλούτο της, τους πολυάριθμους μοναχούς (ενδεικτικά: 200 το 1678, 400 το 1683, 189 στις αρχές του 19ου αιώνα) αποτελούσε υπολογίσιμη δύναμη, που δεν μπορούσε να αγνοήσει ο κατακτητής, παρόλο που αρκετές φορές και η ίδια πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος και δοκίμασε βιαιοπραγίες, αρπαγές και εκβιασμούς.
Ελάχιστα διαφορετική υπήρξε και η περίοδος της αγγλοκρατίας (1878-1960). Η Μονή βρισκόταν πάντοτε στην πρώτη γραμμή των αγώνων. Στελέχωνε με μέλη της την Εκκλησία της Κύπρου (αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄, μητροπολίτες Πάφου Επιφάνιος και Κλεόπας, ο σημαιοφόρος της εξέγερσης του 1931 μητροπολίτης Μαρεώτιδος Διονύσιος, ο Κυρηνείας Κυπριανός και ο Γρηγόριος, και ο αρχιεπίσκοπος εθνάρχης Μακάριος Γ΄). Η Κύκκου υπήρξε μία από τους κύριους χρηματοδότες του ηρωικού αγώνα της ΕΟΚΑ και το καταφύγιο των ανταρτών. Τιμωρήθηκε από τους Άγγλους με κλείσιμό της από το 1956 μέχρι το 1959. Λειτουργεί και συντηρεί την ιερατική σχολή του νησιού. Δραστηριοποιείται και στον γεωργικό τομέα (δενδροκαλλιέργειες, κηπουρική, αμπελουργία, μελισσοκομία). Μετά την τουρκική εισβολή του 1974, η Μονή κάλυψε πολλές από τις βιοτικές και κοινωνικές ανάγκες των διωγμένων από το βόρειο, κατεχόμενο, τμήμα της Κύπρου.
Και εξακολουθεί να επιδίδεται σε φιλανθρωπίες μεγάλης κλίμακας, να ενισχύει νοσηλευτικές μονάδες, να μεριμνά για την κάλυψη εκπαιδευτικών αναγκών, να εκδίδει βιβλία, να αγοράζει και να επαναπατρίζει κλεμμένους εκκλησιαστικούς και πολιτιστικούς θησαυρούς κ.λπ. Στη Μονή λειτουργούν έκθεση ειδών ευλαβείας και ξενώνας.
Ευάγγελος Π. Λέκκος
θεολόγος, νομικός
Comments