Του Αββά Μιλησίου
Περνώντας ο Αββάς Μιλήσιος από κάποιο τόπο, είδε να έχουν συλλάβει ένα μοναχό, γιατί δήθεν είχε κάμει φόνο. Πλησίασε ο γέρων και ρώτησε σχετικά τον αδελφό. Και μαθαίνοντας ότι ήταν συκοφαντία, λέγει σ’ αυτούς όπου τον είχαν συλλάβει: «Πού είναι ο σκοτωμένος;». Και του έδειξαν. Πλησιάζοντας λοιπόν τον σκοτωμένο, είπε σε όλους να προσευχηθούν. Αφού δε ο ίδιος ύψωσε τα χέρια προς τον Θεό, σηκώθηκε ο νεκρός. Και του είπε μπροστά σε όλους: «Πες μας, ποιος σε σκότωσε;». Και εκείνος είπε ότι μπήκε στην εκκλησία, έδωσε χρήματα στον πρεσβύτερο και αυτός τότε του επετέθη και τον σκότωσε. Και, κατόπιν, τον μετέφερε και τον έρριξε στο Μοναστήρι του Αββά. Και πρόσθεσε: «Σας παρακαλώ, να πάρετε τα χρήματα και να τα δώσετε στα παιδιά μου». Τότε του είπε ο γέρων: «Πήγαινε, κοιμήσου, ώσπου να έλθη ο Κύριος και να σε σηκώση».
Του Αββά Μωτίου
α΄ . 'Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Μώτιο, λέγοντας: Αν φύγω για να μείνω κάπου, πώς ορίζεις να ζήσω εκεί;». Του λέγει ο γέρων: Αν εγκατασταθής κάπου, μη επιδιώξης να βγάλης όνομα για κάτι, λόγου χάρη, ότι δεν βγαίνω σε σύναξη ή δεν παίρνω μέρος σε τραπέζι αγάπης. Γιατί αυτά δημιουργούν όνομα κενό και ύστερα βρίσκεις ενόχληση. Μια και οι άνθρωποι, οπού βρίσκουν τέτοια, εκεί τρέχουν». Του λέγει τότε ο αδελφός: «Τι λοιπόν να κάμω;». Και ο γέρων αποκρίνεται: «Όπου και αν εγκατασταθής, κάνε ό,τι κάνουν και οι άλλοι. Και ό,τι βλέπεις να κάνουν οι ευλαβείς, όπου τους έχεις εμπιστοσύνη, κάνε το και συ. Έτσι, θα έχης ανάπαυση. Γιατί αυτό είναι ταπείνωση, το να είσαι σαν τους άλλους. Και οι άνθρωποι, βλέποντάς σε να βγαίνης, θα σε έχουν ίδιο με όλους τους άλλους. Και κανείς δεν θα σε ενοχλή».
β'. Διηγήθηκε για τον Αββά Μώτιο ο μαθητής του Αββάς Ισαάκ (και οι δυό τους έγιναν επίσκοποι), ότι πρώτος έχτισε Μονή ο γέρων στον Ηρακλά. Και σαν έφυγε από εκεί, πήγε σε άλλο τόπο και έχτισε εκεί και πάλι. Και με ενέργεια του διαβόλου, βρέθηκε κάποιος αδελφός όπου τον εχθρευόταν και τον έθλιβε. Σηκώθηκε τότε ο γέρων και πήγε στη δική του κώμη. Και έφτιαξε για τον εαυτό του Μονή, οπού και έγινε έγκλειστος. Και μετά καιρό, ήλθαν οι γέροντες του τόπου, από όπου είχε φύγει, και παίρνοντας και τον αδελφό όπου τον λυπούσε, πήγαν να τον παρακαλέσουν να έλθη μαζί τους στη Μονή όπου είχε χτίσει. Μόλις δε πλησίασαν εκεί όπου ήταν ο Αββάς Σώρης, άφησαν τους μανδύες τους κοντά του, ως και τον δύστροπο αδελφό. Και σαν χτύπησαν, βάζει ο γέρων τη μικρή σκάλα και σκύβει έξω και τους αναγνωρίζει και λέγει: «Πού είναι οι μανδύες σας;». Και του αποκρίθηκαν: Εδώ παρά κάτω, με τον αδελφό εκείνον». Μόλις δε άκουσε το όνομα του αδελφού, όπου τον είχε λυπήσει, ο γέρων από τη χαρά του πήρε τσεκούρι, χάλασε τη θύρα και βγήκε τρέχοντας εκεί οπού ήταν ο αδελφός. Και του έβαλε μετάνοια πρώτος και τον ασπάσθηκε. Και τον έμπασε στο κελλί του. Και επί τρεις μέρες τους εύφρανε και ήταν ανάμεσά τους και ο ίδιος. Πράγμα όπου δεν συνήθιζε να κάνη. Σηκώθηκε κατόπιν και πήγε μαζί τους. Και ύστερα, έγινε επίσκοπος. Ας σημειωθή δε ότι ήταν θαυματουργός. Και τον μαθητή του, τον Αββά Ισαάκ, έκαμε επίσκοπο ο μακάριος Κύριλλος.
Του Αββά Μεγεθίου α . Έλεγαν για τον Αββά Μεγέθιο, ότι έβγαινε από το κελλί. Και αν του ερχόταν λογισμός να φύγη από εκείνο τον τόπο, δεν γύριζε στο κελλί του. Και δεν είχε τίποτε το υλικό από τον κόσμο αυτόν, παρά μονάχα μια σακκοράφα για να σχίζη μ’ αυτή τους φοινικοβλαστούς. Έφτιαχνε κάθε μέρα τρία ζεμπίλια, όσο του αρκούσε για να τρέφεται. β'. Έλεγαν για τον δεύτερο Αββά Μεγέθιο, ότι ήταν πολύ ταπεινός, έχοντας μαθητεύσει σ’ Αιγυπτίους και συναναστραφή πολλούς γέροντες και τον Αββά Σισώη και τον Αββά Ποιμένα. Έμεινε δε και σε ποταμό, στο Σινά. Συνέβη λοιπόν κάποτε να τον επισκεφθή ένας από τους αγίους, όπως ο ίδιος ο γέρων διηγήθηκε. Και του λέγει: «Πώς περνάς, αδελφέ, σ’ αυτή την έρημο;». Και εκείνος είπε: «Νηστεύω επί δυο μέρες και ένα ψωμί τρώγω». Και του λέγει: Αν θέλης να με ακούσης, τρώγε κάθε μέρα το μισό ψωμί». Και κάνοντας έτσι, βρήκε ανάπαυση. γ'. Ρώτησαν μερικοί πατέρες τον Αββά Μεγέθιο, λέγοντας: Αν περισσεύη φαγητό την άλλη μέρα, εγκρίνεις να το φάνε οι αδελφοί;». Τους λέγει ο γέρων: Αν έχη χαλάσει, δεν είναι ορθό να αναγκαστούν οι αδελφοί να το φάνε, γιατί θα αρρωστήσουν. Ας πεταχθή λοιπόν. Αν όμως είναι καλό και πεταχτή από αταξία και άλλο μαγειρευθή, αυτό είναι κακό». δ'. Είπε πάλι: «Στην αρχή, κάθε φορά όπου συναζόμαστε μεταξύ μας και μιλούσαμε για ωφέλεια, οικοδομώντας ο ένας τον άλλο, γινόμαστε συντροφιές- συντροφιές και ανεβαίναμε στους ουρανούς. Τώρα όμως συναζόμαστε, ερχόμαστε σε καταλαλιά ο ένας με τον άλλο και πέφτουμε χαμηλά».
Του Αββά Μιώς α'. Είπε ο Αββάς Μιώς του Βελέου, ότι η υπακοή φέρνει υπακοή. Αν τινάς υπακούη στον Θεό, ο Θεός τον υπακούει. β'. Είπε πάλι για κάποιο γέροντα, ότι ζούσε στη Σκήτη, προερχόταν από την τάξη των δούλων και ήταν παρά πολύ διακριτικός. Και ερχόταν κάθε χρόνο στην Αλεξάνδρεια για τη μισθοφορία στους κυρίους του. Και έβγαιναν να τον υποδεχθούν και τον προσκυνούσαν. Ο δε γέρων έρριξε νερό στη λεκάνη και την έφερε για να πλύνη τα πόδια των κυρίων του. Και εκείνοι του έλεγαν: «Μη, πάτερ, μη μας φέρνεις σε δύσκολη θέση». Αλλά αυτός τους έλεγε: «Ομολογώ ότι είμαι δούλος σας. Και ευχαριστώντας σας όπου με αφήσατε ελεύθερο να υπηρετώ τον Θεό, σας πλένω και εγώ τα πόδια και σας παρακαλώ να δεχθήτε αυτή μου την υπηρεσία». Εκείνοι όμως τον μάλωναν και δεν δέχονταν. Τους έλεγε λοιπόν: Αν δεν δεχθήτε, θα μείνω εδώ και θα είμαι πάλι δούλος σας». Και από σεβασμό, τον άφηναν να κάμη ό,τι ήθελε. Και τον ξεπροβόδιζαν με πολλά δώρα και πολλή τιμή, για να κάνη προς χάρη τους ελέη. Και γι’ αυτό έγινε ονομαστός στη Σκήτη και αγαπητός. γ’. Ρωτήθηκε ο Αββάς Μιώς από κάποιον στρατιωτικό, αν ο Θεός δέχεται μετάνοια. Και εκείνος, αφού τον κατήχησε με πολλά λόγια, τον ρωτά: «Πες μου, αγαπητέ. Αν σου σχισθή η χλαμύδα, την πετάς;». Λέγει:«Όχι. Αλλά τη ράβω και την ξαναχρησιμοποιώ». Του λέγει τότε ο γέρων: Αν λοιπόν συ το ρούχο λυπάσαι, ο Θεός το πλάσμα του δεν θα το λυπηθή;».
(Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996)
Comments